- σαπουνάδικο
- το мыловарня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαπουνάδικο — το, Ν κατάστημα παρασκευής ή πώλησης σαπουνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπουναδ τού πληθ. σαπουνάδες τής λ. σαπουνάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατ άδ ικο)] … Dictionary of Greek
σαπουνάδικο — το κατάστημα όπου παρασκευάζεται ή πουλιέται σαπούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαπωνοποιείο — και σαπουνοποιείο, το, Ν εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών, σαπουνάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπουνοποιός / σαπωνοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. σαπωνοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
σαπωνοπωλείο — και σαπουνοπωλείο, το, Ν [σαπωνοπώλης / σαπουνοπώλης] κατάστημα πώλησης σαπουνιών, σαπουνάδικο … Dictionary of Greek